Το ουρικό οξύ είναι μία ουσία που παράγεται φυσιολογικά από τον οργανισμό και αποτελεί προϊόν καταβολισμού των πουρινών.
Το ουρικό οξύ συντίθεται κυρίως στο ήπαρ από τις πουρίνες που έχουν προκύψει είτε από τη φυσιολογική καταστροφή των κυττάρων του σώματος είτε από την κατανάλωση τροφίμων και ροφημάτων υψηλής περιεκτικότητας σε αυτές.
Το μεγαλύτερο μέρος του ουρικού οξέος αποβάλλεται από το ουροποιητικό σύστημα μέσω των ούρων και το υπόλοιπο από το γαστρεντερικό σύστημα.
Αυξημένη παραγωγή ουρικού οξέος από τον οργανισμό οδηγεί σε αδυναμία φυσιολογικής αποβολής του, αύξηση της συγκέντρωσης του στο αίμα – σε υψηλότερα επίπεδα από 6,8 mg/dl).
Η υπερουριχαιμία θεωρείται παθολογική κατάσταση και μπορεί εύκολα να ανιχνευθεί μέσω μιας απλής εξέτασης αίματος. Πολύ συχνά η υπερουριχαιμία είναι μια κατάσταση ασυμπτωματική. Αν εκδηλωθούν συμπτώματα αυτά είναι πόνος στις αρθρώσεις που οφείλεται σε συσσώρευση κρυστάλλων ουρικού οξέως (ουρική αρθρίτιδα), οίδημα και ερυθρότητα στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού (ποδάγρα), επώδυνη ούρηση ή και αιματουρία (συσσώρευση πέτρας στα νεφρά).
Η αντιμετώπιση της ουρικής αρθρίτιδας επιβάλει την καθοδήγηση από ειδικό γιατρό και διαιτολόγο με σκοπό να ελεγχθούν τα επίπεδα του ουρικού οξέος στο αίμα.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΞΕΙΑ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ, στόχος είναι ο περιορισμός των διαιτητικών πουρινών ημερησίως στα 100-150 mg, αντί των 600 – 1000 mg πουρινών που εμπεριέχει μια συνήθης δίαιτα/ημέρα.
ΓΕΝΙΚΑ Συνιστάται :